αντιεμετικός

αντιεμετικός
-ή, -ό
(για φάρμακα) αυτός που περιορίζει ή αναστέλλει την τάση για εμετό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντιεμετικός — ή, ό αυτός που σταματά τον εμετό: Για το ταξίδι πήρε και ένα αντιεμετικό φάρμακο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”